καρδιοσκασιά

καρδιοσκασιά
η , καρδιοσκάσιμο τό сильное огорчение; большая неприятность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "καρδιοσκασιά" в других словарях:

  • καρδιοσκασιά — η καρδιοσκάσιμο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + σκασ ιά < θ. σκασ τού ρ. σκάζω, πρβλ. ριξ ιά < θ. ριξ τού ρίχνω] …   Dictionary of Greek

  • καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»